Λευκάδι — Λευκάς mountain deadnettle fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάδι — λευκάς mountain deadnettle fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βλαντής — Επώνυμο τριών λογίων του 19ου αι. 1. Ανδρέας (Λευκάδα 1813 – 1885). Νομομαθής και φιλόλογος, γιος του Σπυρίδωνα (βλ. 2.). Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη Λευκάδα και το 1835 αποφοίτησε από τη νομική σχολή της Ιονίου Ακαδημίας. Παράλληλα, ο Β.… … Dictionary of Greek
Ζαμπέλιος — Επώνυμο οικογένειας συγγραφέων και λογίων, από τη Λευκάδα. 1. Γεώργιος (18oς αι.). Έγραψε την Ακολουθία των αγίων ενδόξων μεγάλων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. 2. Ιωάννης (Λευκάδα 1787 – Κέρκυρα 1856). Δραματικός ποιητής. Σπούδασε νομικά … Dictionary of Greek
Λευκάδια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 967 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναούσης του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, κοντά στη Νάουσα, 18 χλμ. ΒΔ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανθεμίων. Έως το 1928 ονομαζόταν Γκολεσιάνη … Dictionary of Greek